φιλοπονῶ

φιλοπονῶ
φιλοπονέω
love labour
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
φιλοπονέω
love labour
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλοπονώ — φιλοπονῶ, έω, ΝΜΑ [φιλόπονος] είμαι φιλόπονος, αγαπώ την εργασία νεοελλ. φιλοτεχνώ αρχ. 1. (με αιτ. πράγματος) μοχθώ, κοπιάζω για κάτι 2. φρ. «φιλοπονῶ περί τι» ή «φιλοπονοῡμαι περί τινος» φροντίζω με προθυμία για κάτι (Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • φιλοπόνω — φιλόπονος laborious masc/fem/neut nom/voc/acc dual φιλόπονος laborious masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπόνῳ — φιλόπονος laborious masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοπόνωι — φιλοπόνῳ , φιλόπονος laborious masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφιλοπονώ — έω, Α φιλοπονώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φιλοπονῶ «εργάζομαι με προθυμία, είμαι φίλεργος»] …   Dictionary of Greek

  • εμφιλοπονώ — ἐμφιλοπονῶ ( έω) (AM) ασχολούμαι με επιμέλεια με κάτι, φιλοπονώ …   Dictionary of Greek

  • καμαρεύω — (Α) [καμάρα] (κατά τον Ησύχ.) 1. «σωρεύω, φιλοπονῶ, πορίζω, κακοπαθῶ, συνάγω» 2. (το θηλ. τής μτχ. ενεστ.) καμαρεύουσα «φιλοπονοῦσα, πορίζουσα» …   Dictionary of Greek

  • προσφιλοπονώ — έω, Α αφοσιώνομαι σε κάτι με ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φιλοπονῶ «εργάζομαι με ζήλο»] …   Dictionary of Greek

  • φιλοπόνημα — το, ΝΜ [φιλοπονῶ] έργο που έχει γίνει με φιλοπονία, φιλοτέχνημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”